πατέντα

πατέντα
η
1. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
2. δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως ενός επαγγέλματος
3. φρ. «είναι βλάκας με πατέντα» — είναι βλάκας κατά γενική διαπίστωση, είναι αναμφισβήτητα βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patente].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατέντα — η (λ. ιταλ.) 1. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. 2. μτφ., χαρακτηριστικό γνώρισμα, διακριτικό σήμα: Βλάκας με πατέντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατεντάτος — η, ο [πατέντα] ο με πατέντα, αναμφισβήτητος, γνήσιος, ολοφάνερος …   Dictionary of Greek

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Μισελέν, Εντουάρ — (Edouard Michelin, Κλερμόν Φεράν 1859 – Ορσίν, Πυΐ ντε Ντομ 1940). Γάλλος επιχειρηματίας. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Το 1889 ίδρυσε, μαζί με τον αδελφό του Αντρέ Μισελέν (Andre Michelin, 1853 – 1931), την εταιρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”